- ὀφρυόσκιον
- ὀφρυόσκιοςshaded by the eyebrowsmasc/fem acc sgὀφρυόσκιοςshaded by the eyebrowsneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οφρυόσκιος — ὀφρυόσκιος, ον (Α) (κωμική λ.) αυτός που σκιάζεται από τα φρύδια («ὁφρυόσκιον τὸν ὀφθαλμόν», Πλάτ. Κωμικός). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφρύς + σκιά (πρβλ. δολιχό σκιος)] … Dictionary of Greek